- περίγραπτος
- -ον και περιγραπτός, -όν, ΜΑ [περιγράφω]1. περιγεγραμμένος, οριοθετημένος2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να περιγράψει, να προσδιορίσει («εἷς θεός ἐστιν ἄναρχος, ἀναίτιος, οὐ περίγραπτος», Γρηγ. Ναζ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιγραπτός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίγραπτος — circumscribed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραπτόν — περιγραπτός masc/fem acc sg περιγραπτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίγραπτον — περίγραπτος circumscribed masc/fem acc sg περίγραπτος circumscribed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραπτοῖς — περιγραπτός masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραπτοί — περιγραπτός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραπτοῦ — περιγραπτός masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραπτούς — περιγραπτός masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραπτά — περιγραπτός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγραπτῶν — περιγραπτός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)